ἐγγράψαι

ἐγγράψαι
ἐγγράφω
make incisions into
aor inf act
ἐγγράψαῑ , ἐγγράφω
make incisions into
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εγγράφω — (AM ἐγγράφω) καταγράφω, καταχωρίζω σε μητρώο, κατάλογο κ.λπ. («ὁ μὲν τὸν υἱov ἔπεμψε Φιλίππῳ πρὶν εἰς ἄνδρας ἐγγράψαι», Δημ.) μσν. 1. χαρακτηρίζω 2. παραχωρώ, μεταβιβάζω αρχ. 1. χαράζω, κάνω εντομές 2. σχεδιάζω, ζωγραφίζω μέσα ή πάνω σε κάτι 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”